σβουράκι

σβουράκι
το, Ν [σβούρα]
1. μικρή σβούρα
2. ηλεκτροκίνητος ταχύστροφος δίσκος που χρησιμοποιείται για τη λείανση μωσαϊκών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”